εστασι

εστασι
    ἑστᾶσι
    3 л. pl. pf. к ἵστημι См. ιστημι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εστασι" в других словарях:

  • ἑστᾶσι — ἵστημι make to stand perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστᾶσ' — ἑστᾶσι , ἵστημι make to stand perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόβιλος — Κινητήρια μηχανή εφοδιασμένη μ’ ένα περιστρεφόμενο μέρος, το στροφέα, ο οποίος κινείται από την ενέργεια ενός ρευστού. Ανάλογα με τη φύση του ρευστού αυτού διακρίνουμε τους σ. σε υδροστρόβιλους, αεριοστρόβιλους και ατμοστρόβιλους. Υδροστρόβιλος.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»